Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες & Ο Φόβος της Αποτυχίας
Οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες παρατηρούνται σε ένα παιδί ή σε έναν έφηβο συνεπάγονται σημαντικές δυσκολίες στην ανάγνωση, στη γραπτή έκφραση ή στα μαθηματικά σε σύγκριση με τις γενικότερες νοητικές ικανότητες του.
Τα περισσότερα παιδιά που παρουσιάζουν τις προαναφερθείσες δυσκολίες αποστρέφονται ή αποφεύγουν μαθησιακές διαδικασίες όπως είναι το διάβασμα, η ανάγνωση αλλά και ο έντυπος λόγος, ενώ παράλληλα διακατέχονται συχνά από ένα αίσθημα ντροπής αλλά και
ταπείνωσης λόγω της συνεχούς τους αποτυχίας και της επακόλουθης απογοήτευσης. Επιπρόσθετα, φαίνεται πως βιώνουν καθημερινά έντονο άγχος για τη σχολική τους επίδοση, καθώς αναγνωρίζουν την αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν στις σχολικές απαιτήσεις, ενώ
πολύ συχνά συγκρίνουν τις δικές τους επιδόσεις με αυτές των φίλων και συμμαθητών τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία αρνητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην τάξη, η οποία δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέπαφη τη συμμετοχή του παιδιού σε κοινωνικές και
αλληλεπιδραστικές δραστηριότητες.
Πέρα όμως από αυτό, τα παιδιά που εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες διακατέχονται από την έλλειψη κινήτρων, καθώς τις περισσότερες φορές τείνουν να αποδίδουν την επιτυχία σε εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι η τύχη ή η ευκολία του έργου, ενώ η αποτυχία φαίνεται συχνά να αποδίδεται σε εσωτερικούς παράγοντες όπως είναι η αδυναμία πραγμάτωσης ενός γνωστικού έργου. Το γεγονός αυτό δημιουργεί χαμηλές προσδοκίες για τον εαυτό αλλά και ένα μειωμένο αίσθημα αυτοαντίληψης, το οποίο συνδεδεμένο με τις χαμηλές προσδοκίες που επίσης αποκτούν οι σημαντικοί άλλοι για την ικανότητα του παιδιού, δημιουργεί μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία, η οποία οδηγεί το παιδί στην αποτυχία (Ζακοπούλου, 2013).
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι γονείς είναι καλό να γίνουν σύμμαχοι της προσπάθειας των παιδιών να ανταπεξέλθουν όσο το δυνατό καλύτερα στη μαθησιακή διαδικασία υπερπηδώντας ταυτόχρονα το φόβο της αποτυχίας που τους χαρακτηρίζει.
Έτσι, οι γονείς είναι σημαντικό :
Να θυμούνται ότι οι δυσκολίες που εμφανίζουν τα παιδιά τους δεν οφείλονται σε έλλειψη ενδιαφέροντος ή σε τεμπελιά. Επομένως, πρόκειται για δυσκολίες, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε εσωτερικά χαρακτηριστικά.
Να αποφεύγουν ταμπέλες αλλά και γενικευμένους χαρακτηρισμούς, οι οποίοι τραυματίζουν την αυτοεικόνα αλλά και την αυτοαντίληψη του παιδιού.
Να επιδοκιμάζουν την προσπάθεια που καταβάλλουν τα παιδιά σε κάθε σχολική δοκιμασία και τη συμμετοχή σε αυτή, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Να διαμορφώνουν προσδοκίες αλλά και στόχους αντίστοιχους των δυνατοτήτων των παιδιών και να μην ζητάνε από αυτά παραπάνω από αυτά που μπορούν να καταφέρουν.
Να δημιουργούν ένα κλίμα ασφαλές, ήρεμο, χωρίς πολλές εντάσεις.
Να δημιουργούν ένα περιβάλλον χωρίς πολλούς διασπαστικούς παράγοντες, γεγονός που θα βοηθήσει το παιδί να παραμείνει προσηλωμένο στο στόχο του.
Να αποφεύγουν τυχόν συγκρίσεις των επιδόσεων τους με τις αντίστοιχες των συμμαθητών τους, καθώς κάτι τέτοιο επιτείνει το αίσθημα μειονεξίας από το οποίο διακατέχονται.
Να προσπαθούν να ενισχύουν συνεχώς δεξιότητες, τις οποίες τα παιδιά
εμφανίζουν αλλά και δραστηριότητες, στις οποίες παρουσιάζουν σημαντικές επιδόσεις.
Τέλος, δεν θα πρέπει φυσικά να ξεχνά κανείς και πολύτιμη βοήθεια που
μπορούν οι εκπαιδευτικοί να προσφέρουν σε αυτή τη διαδικασία, μέσα από τη δημιουργία ενός κλίματος αποδοχής αλλά και μέσα από την αναγνώριση των δυσκολιών του παιδιού και την προσαρμογή τους στη μαθησιακή διαδικασία.